- συνείργω
- συν-είργω, zusammen einschließen, zusammensperren; zusammenbinden oder -schnüren
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
συνείργω — Α (αχρ. τ.) βλ. συνέργω … Dictionary of Greek
συνέργω — και επικ. τ. συνεέργω και αττ. τ. συνείργνυμι και αχρ. τ. συνείργω Α 1. περικλείω, συγκλείω («ὅσον συνεέργαθον ἄκραι», Ομ. Ιλ.) 2. περιστέλλω, περιορίζω («συνέργει τὸ πλῆθος τῆς σαρκός») 3. συνάπτω, συνδέω 4. ζώνω («ζωστῆρι... συνέεργε χιτῶνα»,… … Dictionary of Greek
σύνειρξις — είρξεως, ἡ, Α [συνείργω] σύγκλειση, σύσφιγξη … Dictionary of Greek